ανακριβολογώ

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

(-έω)
1. χρησιμοποιώ ανακρίβειες στους λόγους μου, ψεύδομαι
2. δεν κυριολεκτώ, υποπίπτω σε ακυρολεξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον εκπαιδευτικό-συγγραφέα Μαργαρίτη Δήμιτσα (1829-1903)].