ανανήφω
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
(Α ἀνανήφω
γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.)
αρχ.
κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τον συνεφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήφω «είμαι νηφάλιος».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάνηψη (-ις) νεοελλ. ανανηπτικός].