ανανήφω

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source

Greek Monolingual

ἀνανήφω
γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.)
αρχ.
κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τον συνεφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήφω «είμαι νηφάλιος».
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάνηψη (-ις) νεοελλ. ανανηπτικός].