αναρρώνω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἀναρρώννυμι)
γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι
αρχ.
(μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω».
ΠΑΡ. ανάρρωση (-ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός].