ανδρομανής
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
η (Α ἀνδρομανής)
γυναίκα με μανιώδεις ερωτικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -μανής < μαίνομαι.