ανδρώνας

From LSJ

Greek Monolingual

ο (Α ἀνδρών, -ῶνος)
αρχαιολ.
1. το χρησιμοποιούμενο για τη διαμονή και συνεστίαση τών ανδρών διαμέρισμα του σπιτιού
2. η μέσαυλος
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών στημόνων άνθους.