ανεκτέλεστος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που δεν έχει εκτελεστεί, που παρέμεινε απραγματοποίητος
2. μη πραγματοποιήσιμος, ανέφικτος
3. αυτός που δεν θανατώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκτελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον νομομαθή Π. Παπαρρηγόπουλο].