ανεκτέλεστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. εκείνος που δεν έχει εκτελεστεί, που παρέμεινε απραγματοποίητος
2. μη πραγματοποιήσιμος, ανέφικτος
3. αυτός που δεν θανατώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκτελώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον νομομαθή Π. Παπαρρηγόπουλο].