ανεκφώνητος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεκφώνητος, -ον)
αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» —όπως το υπογεγραμμένο (-ι-)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί
2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν πρέπει να εκφωνείται, που απαγορεύεται να πούμε τ’ όνομά του
αρχ.
ο ανέκφραστος (για τη θεία φύση).