ανεκφώνητος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεκφώνητος, -ον)
αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» —όπως το υπογεγραμμένο (-ι-)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί
2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων
αρχ.-μσν.
εκείνος που δεν πρέπει να εκφωνείται, που απαγορεύεται να πούμε τ’ όνομά του
αρχ.
ο ανέκφραστος (για τη θεία φύση).