ανεμοζάλη
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
η (Μ ἀνεμοζάλη)
1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα
2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή
μσν.
τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής.