ανεμώνη
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
και ανεμώνα (Α ἀνεμώνη και ἀνεμωνίς, -ίδος)
ανθοφόρο φυτό σε διάφορες ποικιλίες
νεοελλ.
Ζωολ. θαλάσσια ανεμώνα
ονομασία για διάφορα Ανθόζωα
αρχ.
φρ. «ἀνεμῶναι τῶν λόγων» — λόγια του αέρα (Λουκιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. ανεμώνη «κόρη του ανέμου» < άνεμος + -ώνη, θηλ. πατρωνυμικό επίθημα. Κατ’ άλλους, η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. άνεμος, ενώ είναι σημιτικής προέλευσης. Συνδέεται με το εβραϊκό Naăman, «ευχαρίστηση, τέρψη», επίθετο του Αδώνιδος από το θ. του Nā ‘ēm «ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος» (πρβλ. φρ. nit‘ēe na‘ămānin «φυτά της τέρψης», Ησαΐας 17: 10)].