ανεξιχνίαστος
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξιχνίαστος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εξιχνιαστεί, να γίνει κατανοητός
«ανεξιχνίαστα μυστήρια», «ἀνεξιχνίαστοι αἱ βουλαὶ τοῦ Κυρίου», «τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀνεξιχνίαστον»
νεοελλ.
όποιος δεν έχει ακόμη εξιχνιαστεί, δεν έχουν ανακαλυφθεί τα ίχνη που οδηγούν στην αποκάλυψή του «ανεξιχνίαστο έγκλημα».
Translations
inscrutable
Arabic: غامِض, غَلِق, مُبْهَم, مُسْتَغْلِق; Bulgarian: неразгадаем; Catalan: inescrutable, insondable; Chinese Mandarin: 不可理解的; Danish: uransagelig, uudgrundelig, gådefuld, ubegribelig, ufattelig, uforståelig; Dutch: ondoorgrondelijk; Finnish: käsittämätön; French: impénétrable, incompréhensible, insondable; Galician: inescrutábel; German: undurchschaubar; Greek: ανεξιχνίαστος, ακατανόητος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀδιερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερεύνητος, παναπευθής; Hindi: दुरधिगम, दुर्ज्ञेय, दुर्बोध, गूढ़, दुरत्यय; Italian: impenetrabile, incomprensibile, insondabile; Latin: perplexus; Manx: neuronsoilagh; Norwegian Bokmål: uutgrunnelig; Portuguese: inescrutável; Romanian: inscrutabil, neexaminabil, necercetabil, neanchetabil, de necercetat; Russian: загадочный, непостижимый, необъяснимый, непонятный, неисповедимый; Spanish: inescrutable, impenetrable, incomprensible, insondable; Swedish: outgrundlig; Turkish: anlaşılmaz, esrarlı, gizemli, esrârengiz