ανεπανόρθωτος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπανόρθωτος, -ον)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος
αρχ.
1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε
2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος.