ανθρακίας

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

ἀνθρακίας, ο (AM)
μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένος
μσν.
1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης
2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο.