αντίδοτο

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀντίδοτος, -ον)
αντίδοτο (το θηλ. και το ουδ. στην Αρχ. ως ουσ.) ουσία που εξουδετερώνει ένα δηλητήριο
μσν.
αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα·