ανταγωνίζομαι
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek Monolingual
(Α ἀνταγωνίζομαι)
1. είμαι ανταγωνιστής κάποιου
2. συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι
αρχ.
1. (για πόλεμο) αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον κάποιου
2. είμαι αντίδικος κάποιου
3. αγωνίζομαι, προβάλλω αξίωση για κάτι
4. παθ. τοποθετούμαι εναντίον κάποιου, παρακινούμαι σε αγώνα εναντίον κάποιου.