Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
το(βιοχ.-φαρμ.) ουσία και φάρμακο που καταστρέφει παθογόνους μικροοργανισμούς ή αναστέλλει τη δράση τους.