αντικαθίζω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
ἀντικαθίζω (Α)
1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου
2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι
α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον
β) εναντιώνομαι.