αντιμιλώ

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀντιμιλῶ, -έω)
1. φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω
2. μιλώ άπρεπα, αυθαδιάζω.