αντιπαρατάσσω

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιπαρατάσσω κ. -ττω)
1. παρατάσσω, αντιτάσσω κάποιον ή κάτι εναντίον κάποιου άλλου
2. (-ομαι) παρατάσσομαι εναντίον κάποιου, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι.