ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
ἀολλής, -ές (Α)
(πάντοτε στον πληθ.)
1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι
2. (για αντικείμενα) όλα μαζί
3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί
επίρρ. ἀολλήδην
ομαδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-FỊνής > a-Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής «αθρόος»].