απαυχενίζω

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

ἀπαυχενίζω (Α)
1. κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω
2. δαμάζω ταύρο τραβώντας τον αυχένα προς τα πίσω
3. απελευθερώνω τον αυχένα από ζυγό ή από λαβή του αντίπαλου παλαιστή.