Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απλόχερο

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

απλοχέρης, απλοχέρα, απλοχέρικο κ. απλόχερος, απλόχερη, απλόχερο
1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος
2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος
3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης.