αποδέρω
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
ἀποδέρω (AM κ. ιων. τ. ἀποδείρω)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
μσν.
1. αποσπώ από το σύνολο, εξοικονομώ
2. (-ομαι) καταστρέφομαι.