αποδέρω

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

ἀποδέρω (AM κ. ιων. τ. ἀποδείρω)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
μσν.
1. αποσπώ από το σύνολο, εξοικονομώ
2. (-ομαι) καταστρέφομαι.