αποζημίωση

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η
1. υλική ή ηθική επανόρθωση ζημιάς που προκάλεσε κάποιος
2. καταβολή χρημάτων για κάποια ζημιά
3. ανταμοιβή για κάποια επίπονη εργασία, προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποζημιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].