αποθεώνω
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
Greek Monolingual
(AM ἀποθεῶ, -όω)
θεοποιώ κάποιον, από θνητό τον μεταβάλλω σε αθάνατο
νεοελλ.
1. αποδίδω σε κάποιον θεϊκές τιμές, τον τιμώ σαν θεό
2. εκθειάζω, εξυμνώ, περιβάλλω με δόξα
3. υποδέχομαι κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, τον ζητωκραυγάζω
4. ταλαιπωρώ μέχρι θανάτου, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θεώ < θεός.