απολίθωση

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπολίθωσις)
η μετατροπή σε λίθο
νεοελλ.
το να μείνει κάποιος άναυδος, ακίνητος, κοκαλωμένος.