απομάκρυνση
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
η
1. μετακίνηση, μεταφορά κάποιου μακριά
2. εκτόπιση, αποπομπή, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απομακρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο].