ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
(AM ἀποποιοῦμαι, -έομαι)1. απομακρύνω από τον εαυτό μου κάτι, απορρίπτω2. αρνούμαι να δώσω ή να πράξω κάτι3. δεν δέχομαι κάτι.