αποσφράγισμα

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

το (Α ἀποσφράγισμα)
νεοελλ.
αποσφράγιση
αρχ.
1. αποτύπωμα σφραγίδας
2. η ίδια η σφραγίδα
3. σφραγισμένο αντίγραφο.