αποτινάζω

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek Monolingual

κ. -τινάσσω (AM ἀποτινάσσω)
1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι
2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο
νεοελλ.
τελειώνω το τίναγμα
(αρχ.-μσν) (-ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα.