αποτομή

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποτομή) αποτέμνω
1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου»)
αρχ.
1. τεμάχιο, τμήμα
2. διακλάδωση (νεύρων)
3. (για δρόμους) διασταύρωση
4. διακοπή (περιόδου του λόγου).