αποχρωματισμός
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
ο
1. απώλεια ή απλώς εξασθένηση του φυσικού χρώματος
2. εξάλειψη χαρακτηρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ι. Πύρλα].