απροετοίμαστος

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος
2. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προετοιμασία
3. ο ψυχικά απροετοίμαστος, ο απροδιάθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προετοιμάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κριτοβουλίδη].