απροσδιοριστία
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του απροσδιόριστου
2. η φιλοσοφική άποψη πως ένα τουλάχιστον μέρος του κόσμου δεν είναι αιτιωδώς προσδιορισμένο και λειτουργεί μέσα από ελεύθερες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απροσδιόριστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].