απροστάτευτος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροστάτευτος, -ον)
αυτός που δεν προστατεύεται, ο ανυπεράσπιστος
νεοελλ.
(για τόπο) ανοχύρωτος, αφρούρητος.