πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
ἀργυρένδετος, -ον (Α)ο δεμένος, ο διακοσμημένος με άργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ένδετος < ενδέω (Ι) «προσδένω, στερεώνω»].