αργυρότευκτος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἀργυρότευκτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»].