αριζήλωτος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Greek Monolingual
ἀριζήλωτος, -ον (AM) και -ζήλητος (Μ)
αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»].
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
ἀριζήλωτος, -ον (AM) και -ζήλητος (Μ)
αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»].