αρμός

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἁρμός)
1. η συναρμογή δύο αντικειμένων
2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών
νεοελλ.
1. ρωγμή, χαραμάδα
2. κορυφή βουνού ή λόφου
αρχ.
το μάνταλο της θύρας.