αροτριώ

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

ἀροτριῶ (-άω και -όω) (AM)
οργώνω, σκάβω τη γη με άροτρο (η μτχ. τὰ ἀροτριῶντα, ως ουσ. με παράλειψη της λ. κτήνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αροτρίασις.
ΣΥΝΘ. συναροτριώ
αρχ.
εξαροτριώ
αρχ.-μσν.
προαροτριώ].