γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
ἀρρητοτόκος, -ον (Μ)αυτός που γέννησε με τρόπο μυστηριώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αγχίτοκος, αρρενοτόκος κ.ά.)].