αρχίατρος Search Google

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀρχίατρος, ιων. -ητρος, αρκαδ. -ατρός)
νεοελλ.
βαθμός των ανώτερων αξιωματικών του υγειονομικού σώματος, αντίστοιχος με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη
αρχ.
γιατρός που κατέχει υψηλή θέση στην επιστήμη.