Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίατρος: (κατὰ δὲ τὸν Ἀρκάδ. 86. 19· ἀρχιατρός), Ἰων. ἀρχίητρος ὁ: = ὁ πρῶτος ἰατρός, οὕτως εἰπεῖν ὁ ἀρχηγὸς τοῦ συλλόγου τῶν ἰατρῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1227, 1407, κ. ἀλλ., ἴδε Franz. εἰς Ἐρωτιαν. σ. 2, καὶ Λεξ. ἀρχαιοτήτων. ΙΙ. μέγας ἰατρός, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5.