αρχαιογονία
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
η (Μ ἀρχαιογονία) αρχαιόγονος
η αρχή κάποιου γένους, η αρχαία καταγωγή.
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
η (Μ ἀρχαιογονία) αρχαιόγονος
η αρχή κάποιου γένους, η αρχαία καταγωγή.