αρχαιόσυλος
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κλέβει αρχαιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -συλος < συλώ (-άω) «λαφυραγωγώ, κλέβω» (πρβλ. ιερόσυλος)].