αρχοντοχωριάτης

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα, η)
1. ο χωριάτης άρχοντας, ο πλούσιος χωρικός
2. αυτός που προσπαθεί να φαίνεται άρχοντας αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ταπεινή καταγωγή του.