αρχοντόπουλο
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
το
το παιδί που κατάγεται από άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + -πουλο (κατάλ. ουδ. ουσ. με σημασία «μικρό, παιδί» — πρβλ. βασιλόπουλο, ελληνόπουλο, κεφαλόπουλο)].