αρώμαι

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

ἀρῶμαι (-άομαι) (Α)
1. προσεύχομαι, παρακαλώ, ζητώ
2. καταριέμαι κάποιον για κάτι
3. τάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρά.
ΣΥΝΘ. αρχ.-νεοελλ. καταρώμαι
αρχ.
αναρώμαι, απαρώμαι, διαρώμαι, εναρώμαι, εξαρώμαι, επαρώμαι].