αστερισμός

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀστερισμός) αστήρ
μια ομάδα απλανών αστέρων που εμφανίζονται με ορισμένη διάταξη
αρχ.
η ιχνογράφηση αστεριών επάνω σε ομοίωμα του ουράνιου θόλου.